- Ἀρσινόης
- Ἀρσινόηfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μουσείο, Βυζαντινό Αρσινόης (Κύπρου) — Το μουσείο λειτουργεί στον πρώτο όροφο του Επισκοπικού Μεγάρου (Περιστερώνας Πάφου), που χτίστηκε το 2000. Η συλλογή του αποτελείται από αντικείμενα που συλλέχθηκαν από τα 33 χωριά της Επισκοπής. Από τη μεγάλη και σημαντική αυτή συλλογή σήμερα… … Dictionary of Greek
Πτολεμαίος — I Όνομα των βασιλιάδων της τελευταίας ανεξάρτητης δυναστείας της αρχαίας Αιγύπτου πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση (31 π.Χ.). 1. Π. A’ Σωτήρ (περ. 366 – περ. 283 π.Χ.). Iδρυτής της δυναστείας και ο σημαντικότερος από όλους τους Πτολεμαίους που… … Dictionary of Greek
Δεινοχάρης — (3oς αι. π.Χ.). Αρχιτέκτονας. Άκμασε στην Αλεξάνδρεια και αναφέρεται ως κατασκευαστής της πυραμίδας του Αρσινοείου στην αυλή των Πτολεμαίων. Επιχείρησε να κατασκευάσει άγαλμα της Αρσινόης που θα αιωρείτο, δηλαδή δεν θα στηριζόταν πουθενά. Ο… … Dictionary of Greek
Ελλήνιον — I Ονομασία κτισμάτων της Αιγύπτου κατά την αρχαιότητα. 1. Ναός στη Ναυκράτιδα της Αιγύπτου, που αποκαλύφθηκε το 1885 από τον αρχαιολόγο Φλίντερ Πέτρι. Τον ίδρυσαν οι ιωνικές πόλεις Χίος, Τέως, Φώκαια και Κλαζομενές, οι δωρικές Ρόδος, Κνίδος και… … Dictionary of Greek
Arsinoe — (Greek: polytonic|Ἀρσινόη), sometimes spelled Arsinoë, may refer to different things:Arsinoe (Ἀρσινόης) may mean new fire from Indo European as , to burn, glow and newo new, young, fresh . Thus Arsinoe seems more like arson than arsenic . But… … Wikipedia
Итоми (дим) — Дим Итоми расположен на территории нома Мессения, на юге Греции. Главный город – Валира. Население 2 466 жителей. Площадь 90 кв.км. Димархос Констандинос Йеоргакопулос (Κωνσταντίνος Γεωργακόπουλος) … Википедия
αγήνωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο που κατά τους ερμηνευτές των μύθων συμβολίζει τον ήλιο, οδηγό των λαών στην εξάπλωσή τους από την ανατολή προς τη δύση. Το όνομά του προέρχεται από τις λέξεις άγαν (πάρα πολύ) και ανήρ· σημαίνει… … Dictionary of Greek
αποθέωση — Από τους προϊστορικούς ακόμα χρόνους, με βάση μια ορισμένη τελετή, οι άνθρωποι θεοποιούσαν διάφορα άτομα, που διακρίνονταν για τις σωματικές και πνευματικές τους ικανότητες, είτε όσο ζούσαν είτε μετά τον θάνατό τους. Τέτοια πρόσωπα ήταν συνήθως… … Dictionary of Greek
λυσίμαχος — I (Πέλλα 361 – Κύρου πεδίον, Φρυγία Μικράς Ασίας 281 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός, ηγεμόνας (323 305 π.Χ.) και κατόπιν βασιλιάς της Θράκης (305 281) και της Μακεδονίας (286 281). Ακολούθησε τον Μέγα Αλέξανδρο στην Ασία ως σωματοφύλακάς του, όπου… … Dictionary of Greek
χιλιάροτρος — ον, Α αυτός που περιέχει χίλια άροτρα, πολύ μεγάλος, μέγας («τὸ τῆς Ἀρσινόης χιλιάροτρον τέμενος», Σχόλ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ἄροτρον] … Dictionary of Greek